Τρέχουν.
Τρέχουν, κυλάνε, γλιστρούν μακριά.
Και εμείς μένουμε εδώ.
Δεμένοι.
Παγιδευμένοι, με ρίζες στα πόδια και στις καρδιές.
Και αυτή την στιγμή γελώ.
Γελώ γιατί ξέρω, ξέρω τι θα πουν, τι θα ζητήσουν.
Το έργο το διάβασα. Το ξέρω πια απέξω.
Αυτοί όμως δεν το ξέρουν και αναρωτιούνται.
Αχ, αυτοί. Με τόση αυτοπεποίθηση. Αχ, πόσο γελιούνται.
Πόσο λάθος είναι ο δρόμος που τραβάνε.
Και αυτά συνεχίζουν να τρέχουν, να κυλούν, να γλιστρούν μακριά.
Και αυτοί εκεί δεμένοι.