Με ένα σκάφανδρο σαν φυλαχτό
Και αχινούς μεγάλους μαύρους
Στα μάτια και στα όνειρα
Βγήκαμε και ανοίξαμε
Πόρτες
Από γαλάζιο της φωτιάς
Και οταν τα μετρήσαμε της νύχτας τα ταγμένα
Δέκα τα δάχτυλα γεμίσαμε
Μα βγήκανε λειψά
Άραγε είναι ο άνθρωπος απ'την αρχή καμένος
Ή μήπως το βάζει στοίχημα
Να δει αν θα κερδίσει
Την μάγισσα την Καλυψώ
Και πίσω να αφήσει
Της Ωγυγίας τα βουνά
Της Κίρκης το γλυκό πιοτό
Και πότε θα αντικρύσει
Της όμορφης γυναίκας του
Τα δυό τα μαύρα μάτια.