''Σαν
ποτέ στου Νότου τους μακρινούς τους βράχους βρεθείς,
εκεί που η πράσινη η γή με
τον μαύρο ωκεανό σιμώνει,
κάθησε την δύση να ειδείς και να αναγαλιάσεις.
Πύρινος δίσκος ο ήλιος, σάν από χέρι ενός θεού να είναι καμωμένος,
βυθίζεται και χάνεται στην άκρη της αβύσσου,
που ο κόσμος το χάος συναντά και χύνει τα νερά του.
Εκεί λοιπόν σαν και βρεθείς, μια κόρη αν συναντήσεις,
με κατακόκκινα μαλλιά και άσπρη επιδερμίδα,
την τύχη σου να ευχαριστείς, μα και να καταριέσαι.
Γιατί είναι η αυτοκρατόρισσα, του Ήλιου η θυγατέρα,
που πολλούς εμάγεψε θνητούς, με ένα της μόνο βλέμμα.
Ο Μαύρος Δράκος ειν' άντρας της,
του ουρανού ο αφέντης, της θάλασσας ο άρχοντας,
που όλους τους επιτηρεί και μας εβασιλεύει.
Άμα ποτέ σου την εδείς ένα μόνο θυμήσου,
τα μάτια σου εσφάλισε και την καρδιά σου κρύψε,
γιατί έχει πάντοτε ένα φώς, που την ματιά εκλέβει
και η φύση ακόμη σταματά, για να την εθαυμάσει.
Εκείνη όμως κανέναν δεν θωρεί, προς τα γκρεμνά πηγαίνει
και σαν ο ήλιος πια χαθεί και το σκοτάδι πέσει,
τραγούδι αρχίζει αλαργινό και φλόγες την τυλίγουν.
Όταν πια στάχτη θα 'χει γενεί και θα 'χει εσκορπίσει,
του Μαύρου Δράκου την λαλιά μπορεί και να ακούσεις.
Γιατί την αποχωρίστηκε
και πια δεν θα την έχει,
να κάθεται να την θωρεί και να την επροσέχει.
Μα, σαν μερόνυχτα τρία μετά, η κόρη ξαναέρθει,
εκείνος θα είναι εκεί και θα την αναμένει_''