¨έπεσα πάλι μέσα.
στο μεγάλο, στρογγυλό, απύθμενο νερό του μυαλού
με μόνο μια πυξίδα, μια τόση δα, σταλίτσα
και το νερό είναι κρύο, μαύρο
και ο ουρανός είναι κρύος, μαύρος
και δεν την βλέπω την πυξίδα
και δεν βλέπω τίποτα
και αυτός ο ήλιος είναι μαύρος, κρύος
και η πυξίδα είναι μια σταλίτσα, τόση δα
και το μυαλό είναι μεγάλο, απύθμενο
έπεσα πάλι μέσα¨
Μια Άνοιξη που ήρθε πιο νωρίς
Και ένας Χειμώνας που μας έκλεισε τα μάτια
Το Καλοκαίρι κοντοστάθηκε για μια στιγμή μονάχα
Με το Φθινόπωρο να κάνει ποδήλατο στις γειτονίες
Ένας χρόνος-
ολόκληρος σε μια σταγόνα που απειλεί να ξεχειλίσει στην άκρη του στόματος
ένας ακόμη χρόνος και πως να βγεις από τον κύκλο που δεν έχει τέλος
Μα πιο πολύ ένας χρόνος γεμάτος νύχτες
νύχτες που έμειναν
νύχτες που έφυγαν
νύχτες που σβήστηκαν για πάντα
νύχτες που γέμισαν μυρωδιές
νύχτες που μύρισαν χρώματα
νύχτες με τόσο φως που γίνανε ημέρες
Τις εξαγοράζω όλες και τις κρατώ.
..
Χίλιες και μία ακόμα Καλή ανάγνωση.
Άνοιξα τα δάχτυλα και ξεχύθηκε,
σαν νερό γλίστρησε ανάμεσα,
ο χρόνος
Και τα μάτια μου έμειναν να τα κοιτούν,
σαν να ταν ξένα
Σαν άλλου να είχανε φυτρώσει στην θέση των δικών μου
Και ο χρόνος είχε πια χαθεί,
είχε γίνει ένα με τον αέρα
Και τα δάχτυλα γυμνά πια,
ακίνητα,
τον αναζητούσαν
Τους είχε κρατήσει συντροφιά και τώρα πια δεν ήξεραν τον λόγο ύπαρξης τους
Και τα μάτια μου έψαχναν να τους φωνάξουν,
μάταια
Να τους πουν να μην νιώθουν λύπη για ότι ήταν και έφυγε και ξανά δεν θα είναι
Ώσπου με μια ανάσα ένα ένα έκλεισαν,
μάζεψαν,
έγιναν ένα
Και δεν υπήρχε χώρος πια για θύμησες και όνειρα
Μόνο μια μικρή σχισμή στην μια άκρη,
μια τόση δα γραμμή
Απ' όπου τρύπωσε ένα όραμα
μικρό σαν ηλιαχτίδα
Και μετά άλλο ένα και ένα ακόμα
Και φούσκωσαν και γέμισαν τα δάχτυλα και έγιναν δύο μπάλες