Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Discombobulate and be free.

I am pissed with Life.
You told me. I knew it, but you also told me. 
And I am.
I am pissed because I was anticipating for it and somehow along the way it failed me. 
It failed me in the worst possible way.
It really happened.
It happened and after that everything was different and it will never be the same. I will never be the same. And to tell you the truth I liked the old me. The old me was naive, pure, happy and totally irrevocably out of this world..or so I though. 
That's why I am pissed with life, mate. Because it ruined my believes and made me look deeper to who I really am. And it's hard and painful to finally see who you are and you will forever be. 
But at the end of the day I consider myself in one thing lucky. At least I am not pissed with myself, with what I found. Imagine how awkward that would be. How would I be able to live after that? 


“Let us live for the beauty of our own reality.”

“We are our own dragons as well as our own heroes, and we have to rescue ourselves from ourselves.” 

“Oh God, are there so many of them in our land! Students who can’t be happy until they’ve graduated, servicemen who can’t be happy until they are discharged, single folks who can’t be happy until they’ve found a mate, workers who can’t be happy until they’ve retired, adolescents who aren’t happy until they’re grown, ill people who aren’t happy until they’re well, failures who aren’t happy until they succeed, restless who can’t wait until they get out of town, and in most cases, vice versa, people waiting, waiting for the world to begin.” 

― Tom Robbins

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014


Benjamin: I'm just...
Mr. Braddock: ...worried?
Benjamin: Well...
Mr. Braddock: About what?
Benjamin: I guess about my future.
Mr. Braddock: What about it?
Benjamin: I don't know. I want it to be...
Mr. Braddock: ...to be what?
Benjamin: ...Different.

{Well, I would say that I'm just drifting. Here in the pool.}

Να ξέρεις θα έρθει η μέρα που δεν θα σε ξανασκεφτώ.
Που δεν θα υπάρχει πια τίποτα που να οδηγεί τη σκέψη μου σε σένα.
Που οι αναμνήσεις θα έχουν χαθεί σαν καπνός.

Και θα είναι απλά μια ακόμα μέρα.
Θα είναι μια συνηθισμένη μέρα.
Ίσως να είναι καλοκαίρι, ίσως χειμώνας.

Και θα είναι σαν να μην υπήρξες ποτέ.
Και δεν θα μου λείψεις.
Μια μέρα σαν σήμερα.






Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

# Ι

Η αίθουσα ήταν φωτισμένη με μεγάλους κρυστάλλινους πολυελαίους που διέχυαν το φως από δεκάδες άσπρα κεριά προς όλες τις κατευθύνσεις. Στα δεξιά οι τέσσερις μεγάλες γυάλινες πόρτες που οδηγούσαν στον κήπο ήταν ανοιχτές και οι κουρτίνες είχαν μαζευτεί με μεγάλες κόκκινες κορδέλες από βελούδο. Η νύχτα ήταν φεγγαρόλουστη και ένα απαλό αεράκι έκανε τις φλόγες από τα κεριά να τρεμοπαίζουν.
Σήμερα για τα γενέθλια της οικοδέσποινας η μεγάλη αίθουσα είχε στολιστεί με εξαιρετική σχολαστικότητα. Δύο μακριά ξύλινα τραπέζια είχαν τοποθετηθεί στην μια άκρη του δωματίου και λογής εδέσματα βρίσκονταν στην ευχέρεια των καλεσμένων. Δύο μεγάλες πυραμίδες από κρυστάλλινα ποτήρια ήταν τοποθετημένες στο κέντρο κάθε τραπεζιού και όλα τα ποτήρια ήταν γεμισμένα με ακριβή σαμπάνια. Στην άλλη άκρη του δωματίου ένα διάσημο κουαρτέτο είχε κλιθεί από την πόλη για να εκτελέσει αγαπημένα κομμάτια του ζευγαριού.
Οι καλεσμένοι, που πρέπει να ξεπερνούσαν τους διακόσιους, ήταν διασκορπισμένοι και κουβέντιαζαν σε ομάδες, ενώ αρκετοί χόρευαν σε ζευγάρια στο κέντρο του δωματίου. Κάποιοι είχαν βγει και στον κήπο, καθώς η βραδιά ήταν αρκετά ζεστή ώστε να ευνοεί νυχτερινούς περιπάτους χωρίς την ανάγκη για πανωφόρι.
Εκείνος είχε μόλις φτάσει στην πόλη εκείνο το πρωί και ένας από τους πιο κοντινούς του φίλους τον είχε παρακαλέσει να πάνε μαζί στην δεξίωση. Η πρόσκληση ήταν για δύο άτομα και του είχε εκμυστηρευτεί πως δεν θα προτιμούσε την παρέα κανενός άλλου. Είχαν λοιπόν γευματίσει πριν σε ένα εστιατόριο που φημιζόταν για την κουζίνα του και μετά είχαν προσλάβει ένα αμάξι να τους μεταφέρει μέχρι το εξοχικό που γινόταν το πάρτι. Στην διαδρομή δεν είχε όρεξη να κοιτάξει από το παράθυρο και έτσι συνειδητοποίησε που βρισκόταν μόνο αφού είχε ήδη βγει από το όχημα. Ήταν στο σπίτι της. Δεν είχε έρθει ποτέ πριν, αλλά είχε ακούσει να μιλάνε για αυτό και με την πρώτη ματιά ήταν σίγουρος πως ήταν αυτό. Ο φίλος του χωρίς δισταγμό άρχισε να ανεβαίνει την μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στο εσωτερικό, αλλά εκείνος προς στιγμήν δεν ήταν σίγουρος εάν έπρεπε να τον ακολουθήσει. Όταν ο φίλος του έφτασε στην κορυφή της σκάλας, γύρισε και τον κοίταξε με ένα χαμόγελο στα χείλη που μαρτυρούσε πως ήξερε. Ήξερε τι περνούσε από το μυαλό του, τι συνέβαινε στην καρδιά του και πάνω από όλα ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει πίσω μιας και η επιθυμία του να την δει ήταν πιο δυνατή από τα ένστικτα αυτοσυντήρησης του.
Έτσι, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια με γρήγορα βήματα. 

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2014

Παραμύθι part III

"Κράτα το τόξο απαλά στο χέρι. Νιώσε το ξύλο κάτω από τα δάχτυλά σου, την ζέστη του δέρματος στην λαβή. Τραβά ένα βέλος από την φαρέτρα. Τοποθέτησε το στην χορδή και πάρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα φαντάσου το να φεύγει. Να σχίζει τον αέρα. Γίνε ένα με αυτό. Φαντάσου τα άκρα σου να επιμηκύνονται, το κορμί σου να λεπταίνει. Νιώσε τον αέρα γύρω σου να σφυρίζει και την ώθηση να σε σπρώχνει μπροστά. Φαντάσου κάθε δευτερόλεπτο της πορείας σου. Μέχρι ένα δέκατο του δευτερολέπτου πριν βρεις τον στόχο. Και τότε γυρνά πάλι πίσω εδώ. Σε αυτή την στιγμή.
Για να πετύχουν τα βέλη σου τον στόχο πρέπει να το έχεις φανταστεί και να το έχεις ζήσει από πριν. Προτού το βέλος σου φύγει πρέπει να το έχεις πιστέψει. Ο στόχος είναι πάντα εκεί, αρκεί μόνο να τον αναζητήσεις. Όχι με τα μάτια όμως του κορμιού, αλλά με τα μάτια της ψυχής."


Arrow by Anderbear

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014


Tell me, how do I feel. Tell me now, how should I feel. 

...
Νυχτερινές αποδράσεις σε μέρη που ζουν οι Σκιές
Με όπλα τις Σκέψεις που μου χάρισες
Και δεν φοβάμαι κανέναν

Τις μέρες περπατώ στα δάση
Με γυάλινο νερό τα δάχτυλα ξεγελώ
Μην νιώθουν μοναξιά

Σε μονοπάτια ξεχασμένα
Με μάγισσες συνομιλώ
Για όλα αυτά που μου πες

Στάλες βροχής μαζεύω με τα μάτια
Με τον αέρα ταξιδεύω
Και σου μιλώ με τ' άστρα

Όταν σε ξαναδώ θέλω να είμαι γεμάτη

Να σου πω τι είδα
Να μην νιώσεις πως πέρασε ο καιρός
Να σου πω τι έκανα
Να είναι σαν να μην έφυγες ποτέ
Να σου πω τα τραγούδια που έμαθα
Να μου πεις τα τραγούδια που ξέρεις
να με περιμένεις
Έρχομαι.

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ραδιενεργό [+]

Και άνοιξα τα χέρια
Να βγεις, να πεταχτείς, να ελευθερωθείς
Μα τίποτα δεν βγήκε, τίποτα δεν φάνηκε
Παρά ένα τόσο δα κομμάτι γυαλί
Με στρογγυλεμένες άκρες
Σαν η θάλασσα να το είχε λειάνει
Μέσα στην δική μου είχε γίνει κύκλος

Και σου μίλησα
Να ξυπνήσεις, να νιώσεις, να σκεφτείς
Μα φωνή δεν βγήκε, άχνα
Παρά μια τόση δα συλλαβή
Σαν δίφθογγος ξερός
Σαν να είχε κλείσει ο λαιμός
Ο δικός μου ήταν κόμπος

Και σε ακούμπησα
Να θέλεις, να αγαπήσεις, να ζήσεις
Μα το άγγιγμα ήταν σιγασμένο
Σαν  ένα μυρμήγκιασμα, νεκρό
Μια δόση αναισθητικού

Και το φιλί που σου έδωσα
Να το κρατήσεις φυλαχτό
Να σου ξορκίζει δαίμονες
Να σου κρατάει συντροφιά
Και να σε νανουρίζει





Σε αγαπώ.
{και ας είσαι απάτη}



Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Προσωπικό #2

Δεν έχω να πω κάτι.
Νομίζω πως ότι ήταν να ειπωθεί, ειπώθηκε.
Πήρε την βαλίτσα του και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι.
Μια μικρή μαγική χώρα του Ποτέ και του Πάντα.
Με τον χρόνο να κυλάει αντίστροφα.
Με τις λέξεις να μην έχουν ουσία.
Βασιλιά του χάους το Όνειρο.
Διοιηκιτικά στελέχη τη Σκέψη, την Εμπάθεια και τον Αλτρουισμό.

Οι λέξεις που βγήκαν από το στόμα μου, γίνηκαν πουλιά και πέταξαν μακριά.
Και είχαν χρώματα πολλά, από το μπλε του ουρανού μέχρι το πιο ανοιχτό πορτοκαλί,
από το πιο σκούρο κίτρινο μέχρι βαθύ κυπαρρισί.
Φύγαν μακριά, κράζοντας και μπορούσες να ακούσεις για πολλή ώρα μετά τον απόηχο από τα φτερά τους.

Και ότι ειπώθηκε έχει γίνει πια ένα με την πέτρα.
Μια λιθογραφία σε σπηλιά στα έγκατα της γης.
Που την χάραξα γραμμή γραμμή με εργαλείο μου αισθήματα που πια χάθηκαν.

Το κρεβάτι γέμισε.
Το μυαλό άδειασε.

και δεν έχω πια τίποτα να πω. 

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Προσωπικό #1

Αυτό που με φόβιζε πάντα στην γραφή ενός κειμένου, πεζού και ποιητικού, είναι οι ήρωες μου. Ακούγεται αστείο αλλά πάντα έχω αυτή την ανησυχία και αυτό τον φόβο πως θα τους αδικήσω. Πως δεν θα μπορέσω να τους αποδώσω όπως τους πρέπει και τους αξίζει. Πως θα τους κάνω να φανούν πιο λίγοι, όχι άξιοι των περιστάσεων και τότε η γέννηση τους θα είναι μάταιη.
Είναι κείμενα που τα έχω ξεκινήσει και ποτέ δεν κατάφεραν να τελειώσουν, είτε επειδή η Μούσα δεν το επέτρεπε είτε επειδή οι ήρωες τους έκαναν μικρές επαναστάσεις στο μυαλό μου δηλώνοντας πως δεν έχουν παρουσιαστεί και αποδοθεί καλά. Κάπου εκεί προσπαθώ να επιχειρηματολογήσω, αλλά εκείνοι αρνούνται να ξετυλιχθούν πάρα πέρα, οπότε και η ιστορία τους μένει στα σκαριά.
Είναι πάλι άλλα κείμενα, που μένουν μαζί μου για καιρό, που ζυμώνονται και ύστερα από κάποιο διάστημα εμφανίζονται ξανά μπροστά μου και ζητούν δικαίωση και ολοκλήρωση. Οπότε εκεί δεν μου μένει παρά να τα ξαναπιάσω, πολλές φορές ακόμα και από την αρχή.. μέχρις ότου τα νιώσω μέσα μου τελειωμένα.
Τέλος είναι και κάποια που απλά πρέπει να γραφτούν, γιατί οι παίχτες είναι δικά μου κομμάτια. Σε αυτή την περίπτωση δεν με νοιάζει τόσο ο τρόπος, η γλώσσα, οι καταλήξεις, παρά τα γράφω για να τα βγάλω από μέσα μου και να τα τοποθετήσω κάπου να μην με τρώνε.





η δική σου ιστορία που λες να ανήκει;